- μυθολογεύω
- μυθολογεύω (Α)1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. -εύω για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυθολογεύω — μῡθολογεύω , μυθολογεύω tell word for word pres subj act 1st sg μῡθολογεύω , μυθολογεύω tell word for word pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθολογεύῃ — μῡθολογεύῃ , μυθολογεύω tell word for word pres subj mp 2nd sg μῡθολογεύῃ , μυθολογεύω tell word for word pres ind mp 2nd sg μῡθολογεύῃ , μυθολογεύω tell word for word pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθολογεύει — μῡθολογεύει , μυθολογεύω tell word for word pres ind mp 2nd sg μῡθολογεύει , μυθολογεύω tell word for word pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθολογεύειν — μῡθολογεύειν , μυθολογεύω tell word for word pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμυθολόγευε — ἐμῡθολόγευε , μυθολογεύω tell word for word imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)